σμικρολόγος

σμικρολόγος
-ον, Α
βλ. μικρολόγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σμικρολόγος — σμῑκρολόγος , μικρολόγος counting trifles masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρολόγος — ο (Α μικρολόγος και σμικρολόγος ον) 1. αυτός που μιλάει ή φροντίζει για ασήμαντα πράγματα 2. αυτός που δίνει προσοχή σε ασήμαντες λεπτομέρειες, σχολαστικός αρχ. 1. αυτός που φροντίζει για μικρές δαπάνες, φειδωλός, τσιγγούνης 2. μικροπρεπής. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • ՃՂՃԻՄ — ( ) NBH 2 0181 Chronological Sequence: Early classical, 14c ա. (ʼի Ճիղմ. մատաղ. փոքր. կամ Սեղմ. սխմած.) μικρολόγος, σμικρόλογος , ὡμός avarus, parcus, crudelis, pusillanimus. Փոքրոգի. սեղմեալ եւ ճիշդ, ռիշդ. յանչափս խնայօղ. փոքր սրտիւ, եւ փակ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”